φυτοβιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτοβιολογία | οι | φυτοβιολογίες |
γενική | της | φυτοβιολογίας | των | φυτοβιολογιών |
αιτιατική | τη | φυτοβιολογία | τις | φυτοβιολογίες |
κλητική | φυτοβιολογία | φυτοβιολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοβιολογία < φυτο- + βιολογία, λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phytobiology
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοβιολογία θηλυκό
- η επιστήμη που εστιάζεται στη βιολογία των φυτικών οργανισμών, η βοτανική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοβιολογία
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φυτο- (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)