φωσφορύλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωσφορύλιο < αγγλική phosphoryl
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωσφορύλιο ουδέτερο
- (χημεία): τρισθενής ρίζα που προκύπτει από το μόριο φωσφορικού οξέος μετά την απομάκρυνση των τριών ομάδων υδροξυλίου του
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωσφορύλιο
|