χαζαμάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαζαμάρα | οι | χαζαμάρες |
γενική | της | χαζαμάρας | — | |
αιτιατική | τη | χαζαμάρα | τις | χαζαμάρες |
κλητική | χαζαμάρα | χαζαμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαζαμάρα < χαζός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαζαμάρα θηλυκό
- (οικείο) άλλη μορφή του χαζομάρα