χαρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρίζω < (ελληνιστική κοινή) χαρίζω / χαρίζομαι

χαρίζω

  1. προσφέρω ως δώρο αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια ή ζώο. Δίνω κάτι χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα
    "Αχ, μ' αρέσει το στιλό σου. Μου το χαρίζεις;"
  2. απαλλάσσω από υποχρέωση, ποινή, οικονομικό χρέος
    "το δικαστήριο του χάρισε την ποινή"
    "Πρόσεχε με δαύτον. Δεν χαρίζει" (για αυστηρούς ή τσιγκούνηδες)

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • δεν χαρίζει κάστανα: δεν συγχωρεί εύκολα, δεν κάνει χάρες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]