χαρτομανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρτομανία < χαρτομαν(ής) + -ία (-μανία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαρτομανία θηλυκό
- η μανία με το παίξιμο των χαρτιών, το πάθος της χαρτοπαιξίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρτομανία
|