ψυχομαχητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχομαχητό < ψυχομαχώ + -ητό < (ελληνιστική κοινή) ψυχομαχέω / ψυχομαχῶ < αρχαία ελληνική ψυχή + μάχη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχομαχητό ουδέτερο
- το ψυχομάχημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχομαχητό
|