ψύλληθρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψύλληθρο τα ψύλληθρα
      γενική του ψύλληθρου των ψύλληθρων
    αιτιατική το ψύλληθρο τα ψύλληθρα
     κλητική ψύλληθρο ψύλληθρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ψύλληθρο.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψύλληθρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ψύλληθρο ουδέτερο

  • (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Dittrichia viscosa (συνώνυμο Insula viscosa) στην Κεφαλλονιά και τη Μεσσηνία.[1]
    ※  Κρίμα τα καλά χωράφια, πώχουν ψύλληθρα κι αγκάθια (κεφαλλονίτικη παροιμία)[1]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]