ωτοπλαστική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ωτοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) η πλαστική επέμβαση για αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση όσων έχουν πεταχτά αφτιά (αφεστώτα ώτα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ωτοπλαστική
|