Ölbaum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Ölbaum | die | Ölbäume |
γενική | des | Ölbaumes Ölbaums |
der | Ölbäume |
δοτική | dem | Ölbaum Ölbaume |
den | Ölbäumen |
αιτιατική | den | Ölbaum | die | Ölbäume |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ölbaum (de) αρσενικό