Αθανασούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.θa.naˈsu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐θα‐να‐σού‐δα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αθανασούδα οι Αθανασούδες
      γενική της Αθανασούδας
    αιτιατική την Αθανασούδα τις Αθανασούδες
     κλητική Αθανασούδα Αθανασούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αθανασούδα < Αθανάσ(ιος) + -ούδα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αθανασούδα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Αθανασούδα < γενική ενικού του αρσενικού Αθανασούδας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αθανασούδα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Αθανασούδα αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]