Απότσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Απότσος οι Απότσοι
      γενική του Απότσου των Απότσων
    αιτιατική τον Απότσο τους Απότσους
     κλητική Απότσο
& Απότσε
Απότσοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Απότσος < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Απότσος αρσενικό (θηλυκό Απότσου)

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. (ειδικότερα, στη γενική πτώση) χρήση σχετικά με ιστορικό ουζερί της Αθήνα, σημείο αναφοράς και στέκι ιδίως γνωστών λογοτεχνών και διανοουμένων
    ※  Προχτές, στο μπαρ του Απότσου, είδα να πίνουν το ούζο τους την ίδια στιγμή ο Ώντεν, με δυο Αμερικάνους «αυτοεξόριστους», ο Λώρενς Ντάρρελ με το Γιώργο Κατσίμπαλη κι ο Ηλίας Ηλιού μόνος του
    Στρατής Τσίρκας, Η χαμένη άνοιξη, 1976 [μυθιστόρημα]. Αθήνα: Κέδρος, 261989, σ. 10. ISBN 960-04-0042-3.

Μεταγραφές[επεξεργασία]