Ευθαλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευθαλίτσα οι Ευθαλίτσες
      γενική της Ευθαλίτσας
    αιτιατική την Ευθαλίτσα τις Ευθαλίτσες
     κλητική Ευθαλίτσα Ευθαλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευθαλίτσα < Ευθαλ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.fθaˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευ‐θα‐λί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευθαλίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευθαλία