Κάλαμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κάλαμος, Καλαμάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κάλαμος οι Κάλαμοι
      γενική του Κάλαμου
Καλάμου
των Κάλαμων
Καλάμων
    αιτιατική τον Κάλαμο τους Κάλαμους
Καλάμους
     κλητική Κάλαμε Κάλαμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κάλαμος < κάλαμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.la.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κά‐λα‐μος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κάλαμος αρσενικό

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. μικρό νησί της Ελλάδας στο Ιόνιο Πέλαγος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κάλαμος οἱ Κάλαμοι
      γενική τοῦ Καλάμου τῶν Καλάμων
      δοτική τῷ Καλάμ τοῖς Καλάμοις
    αιτιατική τὸν Κάλαμον τοὺς Καλάμους
     κλητική ! Κάλαμε Κάλαμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Καλάμω
γεν-δοτ τοῖν  Καλάμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κάλαμος < κάλαμος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κάλαμος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]