Παναθηναϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παναθηναϊκός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παναθηναϊκός οι Παναθηναϊκοί
      γενική του Παναθηναϊκού των Παναθηναϊκών
    αιτιατική τον Παναθηναϊκό τους Παναθηναϊκούς
     κλητική Παναθηναϊκέ Παναθηναϊκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η ομάδα καλαθοσφαίρισης του Παναθηναϊκού το 1940

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παναθηναϊκός < Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.na.θi.na.iˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐να‐θη‐ναϊ‐κός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παναθηναϊκός αρσενικό

  1. (αθλητισμός) αθλητικός σύλλογος με έδρα την Αθήνα, o ΠΑΟ
  2. (πληθυντικός) Παναθηναϊκοί: (προφορικό) οι οπαδοί του Παναθηναϊκού
    ※ Δεν υπάρχει έκπληξη εδώ. Ως αστοί, οι παναθηναϊκοί περιφρονούν ίσως το προλεταριάτο (και αποκαλούν γαύρους τους ολυμπιακούς, παρότι πρόκειται για εξίσου αστική ομάδα), αλλά περιφρονούν και το μεγάλο κεφάλαιο. (Χριστόφορος Κάσδαγλης. Το γαμώτο ενός παναθηναϊκού, (Αθήνα: Καστανιώτης, 2010) ISBN 978-960-03-5103-3)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]