Πεντέλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πεντέλη
      γενική της Πεντέλης
    αιτιατική την Πεντέλη
     κλητική Πεντέλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πεντέλη < αρχαία ελληνική Πεντέλη[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /penˈde.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πε‐ντέ‐λη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πεντέλη θηλυκό

  1. βουνό της Αττικής
  2. δήμος της αρχαίας Αθήνας
  3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πεντέλη
      γενική τῆς Πεντέλης
      δοτική τῇ Πεντέλ
    αιτιατική τὴν Πεντέλην
     κλητική ! Πεντέλη
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πεντέλη: (ελληνιστική κοινή) ελληνστικό τοπωνύμιο, θέμα Πεντελ- < αρχαία ελληνική Πεντελικός (αρχαίο επίθετο, όπως στην έκφραση Πεντελική λίθος) + < άγνωστης ετυμολογίας [1]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πεντέλη θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή) δήμος των Αθηνών
    ※  Scholia in Lucianum (scholia vetera et recentiora Arethae) 21.10 στο Scholia in Lucianum. Rabe, Hugo, editor. Leipzig: Teubner, 1906. @scaife.perseus
    […] ἀπὸ Πεντέλης. Πεντέλη δέ ἐστι λίθος παρ’ Ἀθηναίοις εἰς ἀγάλματα πεποιημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη Πεντελικός

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)