πεντελικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πεντελικός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντελικός η πεντελική το πεντελικό
      γενική του πεντελικού της πεντελικής του πεντελικού
    αιτιατική τον πεντελικό την πεντελική το πεντελικό
     κλητική πεντελικέ πεντελική πεντελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντελικοί οι πεντελικές τα πεντελικά
      γενική των πεντελικών των πεντελικών των πεντελικών
    αιτιατική τους πεντελικούς τις πεντελικές τα πεντελικά
     κλητική πεντελικοί πεντελικές πεντελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεντελικός < αρχαία ελληνική Πεντελικός (συγχρονικά αναλύεται σε Πεντέλ(η) + -ικός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pen.de.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντε‐λι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

πεντελικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την Πεντέλη, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
    πεντελικό μάρμαρο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]