Πουλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πουλλίτσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /puˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Που‐λί‐τσα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Πουλίτσα < λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πουλίτσα
      γενική της Πουλίτσας
    αιτιατική την Πουλίτσα
     κλητική Πουλίτσα
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πουλίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Πουλίτσα < γενική ενικού του αρσενικού Πουλίτσας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πουλίτσα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]


Ετυμολογία 3[επεξεργασία]

Πουλίτσα < λείπει η ετυμολογία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πουλίτσα οι Πουλίτσες
      γενική της Πουλίτσας
    αιτιατική την Πουλίτσα τις Πουλίτσες
     κλητική Πουλίτσα Πουλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πουλίτσα θηλυκό


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Πουλίτσα αρσενικό