Πρότυπο:grc-κλίση-'βέλος'

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βελεσ-
ονομαστική τὸ βέλος τὰ βέλη - βέλε
      γενική τοῦ βέλους - βέλεος τῶν βελῶν - βελέων
      δοτική τῷ βέλει - βέλεῐ̈ τοῖς βέλεσ(ν)
    αιτιατική τὸ βέλος τὰ βέλη - βέλεα
     κλητική ! βέλος βέλη - βέλεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βέλει - βέλεε
γεν-δοτ τοῖν  βελοῖν - βελέοιν
Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα.
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

3η κλίση - ουδέτερα σιγμόληκτα βαρύτονα ουσιαστικά με θέμα -εσ- που λήγουν σε -ος.


{{grc-κλίση-'βέλος'}}


Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
Κατηγορία:Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στέλεχος' (αρχαία ελληνικά)


Ονομαστικές παράμετροι[επεξεργασία]

  • |παρατήρηση= Προσθέτει στον πίνακα κλίσης μια γραμμή με το κείμενο που θα γράψουμε.
  • |λήμμα= Aν επιθυμούμε να κλίνουμε άλλο λήμμα απ' αυτό της σελίδας όπου βρισκόμαστε.
  • |θέματα=   Επιπλέον γραμμή όπου συμπληρώνουμε προαιρετικά το θέμα με την προσωδία του
  • |α=εν   ή |α=πλ, για να εμφανιστεί μόνον ο ενικός ή μόνον ο πληθυντικός
  • |α=πλδ για να εμφανιστεί μόνον ο πληθυντικός μαζί με τον δυϊκό αριθμό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στελεχεσ-
ονομαστική τὸ στέλεχος τὰ στελέχη
στελέχε
      γενική τοῦ στελέχους
στελέχεος
τῶν στελεχῶν
στελεχέων
      δοτική τῷ στελέχει
στελέχεῐ̈
τοῖς στελέχεσ(ν)
    αιτιατική τὸ στέλεχος τὰ στελέχη
στελέχεα
     κλητική ! στέλεχος στελέχη
στελέχεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στελέχει & στελέχεε
γεν-δοτ τοῖν  στελεχοῖν & στελεχέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'στέλεχος' όπως «στέλεχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Lua logo
Αυτό το πρότυπο
χρησιμοποιεί LUA
Module:grc-nouns-decl/3
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκευεσ-
ονομαστική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύε
      γενική τοῦ σκεύους - σκεύεος τῶν σκευῶν - σκευέων
      δοτική τῷ σκεύει - σκεύεῐ̈ τοῖς σκεύεσ(ν)
    αιτιατική τὸ σκεῦος τὰ σκεύη - σκεύεα
     κλητική ! σκεῦος σκεύη - σκεύεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκεύει - σκεύεε
γεν-δοτ τοῖν  σκευοῖν - σκευέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Καλείται το Module:grc-nouns-decl.