Σαρκοφάγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σαρκοφάγα | ||
γενική | των | Σαρκοφάγων | ||
αιτιατική | τα | Σαρκοφάγα | ||
κλητική | Σαρκοφάγα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαρκοφάγα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαρκοφάγος στον πληθυντικό, (μεταφραστικό δάνειο) υστερολατινική carnivorus (επίθετο, ουδέτερο, πληθυντικός: carnivora)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saɾ.koˈfa.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σαρ‐κο‐φά‐γα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαρκοφάγα ουδέτερο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - τάξη: Carnivora θηλαστικά ζώα που τρέφονται με σάρκες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Carnivora στο species.wikimedia.org
- Σαρκοφάγα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - τάξεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)