Σπυράκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπυράκος οι Σπυράκοι
      γενική του Σπυράκου των Σπυράκων
    αιτιατική τον Σπυράκο τους Σπυράκους
     κλητική Σπυράκο Σπυράκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σπυράκος < Σπύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος → δείτε τη λέξη Σπυρίδων

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spiˈɾa.kos/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπυράκος

  1. υποκοριστικό, χαϊδευτικό ανδρικό όνομα
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Σπυράκου)
    → δείτε και το επώνυμο Σπυρέας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σπύρος