αβρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αβρός | η | αβρή | το | αβρό |
γενική | του | αβρού | της | αβρής | του | αβρού |
αιτιατική | τον | αβρό | την | αβρή | το | αβρό |
κλητική | αβρέ | αβρή | αβρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αβροί | οι | αβρές | τα | αβρά |
γενική | των | αβρών | των | αβρών | των | αβρών |
αιτιατική | τους | αβρούς | τις | αβρές | τα | αβρά |
κλητική | αβροί | αβρές | αβρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁβρός[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈvɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βρός
Επίθετο[επεξεργασία]
αβρός -ή -ό
- απαλός, μαλακός
- ευγενικός, με λεπτούς τρόπους
- χαριτωμένος, όμορφος
- (για πράγματα) λαμπρός, «αβρόν στέφανον» (Πίνδαρος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αβρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας