αγόγγυστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγόγγυστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγογγύστως (επίρρημα) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈɣon.ɟi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γόγ‐γυ‐στος
Επίθετο
[επεξεργασία]αγόγγυστος, -η, -ο
- που υποφέρει και δεν συνοδεύεται από γογγυσμούς, παράπονα ή διαμαρτυρίες
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγόγγυστος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)