αεροκαθαριστήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροκαθαριστήρας < αέρας + -ο- + καθαριστήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air cleaner)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροκαθαριστήρας αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροκαθαριστήρας
|