ακούνητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούνητος η ακούνητη το ακούνητο
      γενική του ακούνητου της ακούνητης του ακούνητου
    αιτιατική τον ακούνητο την ακούνητη το ακούνητο
     κλητική ακούνητε ακούνητη ακούνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούνητοι οι ακούνητες τα ακούνητα
      γενική των ακούνητων των ακούνητων των ακούνητων
    αιτιατική τους ακούνητους τις ακούνητες τα ακούνητα
     κλητική ακούνητοι ακούνητες ακούνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακούνητος < (στερητικό) α- + (κουνάω) κουνη- + -τος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈku.ni.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κού‐νη‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

ακούνητος, -η, -ο

  1. ακίνητος αλλά συνήθως προϋποθέτει ότι κάποιος προσπαθεί να τον κουνήσει (και δεν είναι γενικά και αόριστα ακίνητος, με δική του πρωτοβουλία, χωρίς να τον πιέζουν)
    Τόσα του σύρανε, αλλά αυτός εκεί, ακούνητος στο υπουργιλίκι του
  2. ακίνητος με δική του πρωτοβουλία παρ' ότι δύσκολο
    στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα
  3. που δεν μπορεί να κουνηθεί, ασήκωτο, για κάτι βαρύ
    ακούνητος μπουφές, θέλει γερανό
  4. που δεν μπορεί να αλλάξει γνώμη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]