αλάνθαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αλάνθαστος, -η, -ο
- που δεν έχει λάθη ή σφάλματα
- αλάνθαστη ορθογραφία
- που δεν κάνει λάθη ή σφάλματα
- το ένστικτό μου είναι αλάνθαστο
- Μόνο εκείνος που δεν έχει κάνει τίποτε είναι αλάνθαστος. (Σταύρος Ψυχάρης, Οι μνηστήρες της εξουσίας στο παιχνίδι της αλήθειας)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλάνθαστος