αλλοπαρμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αλλοπαρμένος, -η, -ο
- που κάτι έχει πάρει το μυαλό του, που το μυαλό του έχει φύγει, είναι αλλού, σαν να μην επικοινωνεί, ιδιόρρυθμος, που ζει στον κόσμο του
- αλαφροΐσκιωτος, σαν ξωτικό
- που τα έχασε από μια τραγωδία που τον βρήκε και αρνείται να επικοινωνήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλοπαρμένος
|