αλλοστερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλοστερικός < αγγλική allosteric < allo- (<αρχαία ελληνική ἄλλος) + steric (<αρχαία ελληνική στερεός)
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλοστερικός, -ή, -ό
- (βιοχημεία) που σχετίζεται με τη μεταβολή της δραστικότητας ενός ενζύμου μετά από επίδραση ενός μορίου σε μια πρωτεΐνη σε θέση διαφορετική από το ενεργό του κέντρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλοστερικός