αμπελόκηπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αμπελόκηπος | οι | αμπελόκηποι |
γενική | του | αμπελόκηπου & αμπελοκήπου |
των | αμπελόκηπων & αμπελοκήπων |
αιτιατική | τον | αμπελόκηπο | τους | αμπελόκηπους & αμπελοκήπους |
κλητική | αμπελόκηπε | αμπελόκηποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /am.beˈlo.ci.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπε‐λό‐κη‐πος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπελόκηπος αρσενικό
- κτήμα που περιλαμβάνει αμπέλι και κήπο
- ※ ἐν τούτοις δὲ συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ ἀμπελόκηποι, ἤτοι ἡ ἀμπελόφυτος γῆ, ἢ τὸ παρ’ Ὁμήρῳ οἰνόπεδον. (Χαράλαμπος Βουλοδήμος, Δοκίμιον περί του ιδιωτικού βίου των αρχαίων Ελλήνων, (Οδησσός: Τύποις Λ. Νίτσε, 1875), σελ. 252)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αμπέλι και κήπος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμπελόκηπος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αμπελό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κηπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)