ανίδρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανίδρωτος < αρχαία ελληνική ἀνίδρωτος < ἱδρώς
Επίθετο[επεξεργασία]
ανίδρωτος, -η, -ο
- που δεν ιδρώνει ή δεν έχει ιδρώσει
- (μεταφορικά) που δεν καταβάλλει προσπάθεια ή δεν έχει καταβάλει προσπάθεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανίδρωτος
|