αναρχοσυνδικαλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρχοσυνδικαλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική anarchosyndicaliste[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε αναρχ(ισμός) + -ο- + συνδικαλιστής.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.naɾ.xo.sin.ði.ka.liˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναρ‐χο‐συν‐δι‐κα‐λι‐στής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναρχοσυνδικαλιστής αρσενικό (θηλυκό αναρχοσυνδικαλίστρια)
- συνδικαλιστής ο οποίος υποστηρίζει τις θέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις αναρχικός και συνδικαλιστής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρχοσυνδικαλιστής
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αναρχοσυνδικαλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αναρχοσυνδικαλιστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)