ανατομικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατομικός η ανατομική το ανατομικό
      γενική του ανατομικού της ανατομικής του ανατομικού
    αιτιατική τον ανατομικό την ανατομική το ανατομικό
     κλητική ανατομικέ ανατομική ανατομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατομικοί οι ανατομικές τα ανατομικά
      γενική των ανατομικών των ανατομικών των ανατομικών
    αιτιατική τους ανατομικούς τις ανατομικές τα ανατομικά
     κλητική ανατομικοί ανατομικές ανατομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανατομικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνατομικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ανατομικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται στην ανατομία
    • που περιλαμβάνει τη διενέργεια τομών ώστε να εξεταστούν τα εσωτερικά όργανα ενός νεκρού οργανισμού
  2. που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, ώστε να είναι αναπαυτικός και να μην καταπονεί το μυοσκελετικό σύστημα
    ανατομικές σόλες παπουτσιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]