ανθρακωτήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθρακωτήρας < (καθαρεύουσα) ἀνθρακωτήρ [< (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburateur] + -ας (→ δείτε τις λέξεις άνθρακας και υδρογονάνθρακας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθρακωτήρας αρσενικό
- (μηχανολογία) (λόγιο, σπάνιο) το καρμπιρατέρ
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)