αντιαιολικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιαιολικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που αντιτίθεται στη δημιουργία αιολικών πάρκων ή στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών
- ※ Η απόσυρση του συγκεκριμένου αιολικού σταθμού μπορεί να αποτελεί μια ξεκάθαρη νίκη του αντιαιολικού κινήματος της περιοχής, αλλά ο αγώνας στα Πιέρια Όρη συνεχίζεται, μέχρι να αποσυρθούν και οι υπόλοιπες εταιρείες αιολικών από την περιοχή. (www.efsyn.gr, 16.08.2023)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιαιολικός
|