αντιδεσποτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιδεσποτικός < αντι- + δεσποτικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.di.ðe.spo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐δε‐σπο‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιδεσποτικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται στους δεσπότες
- ※ Αλλά η επίθεση των «εστεμμένων», και οι συνωμοσίες του ντόπιου ομολόγου τους και των «ευγενών» κατά της Επανάστασης, έφεραν τον Λουδοβίκο ΙΣΤ’ στην «κόψη του ξυραφιού» και της καρμανιόλας. Η δίκη του, η καταδίκη του και η καρατόμησή του (11.11.92-21.1.93) δικαιώθηκαν με νέους χειμάρρους αντιδεσποτικών λόγων.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιδεσποτικός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αντιδεσποτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)