αντιοφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιοφικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καταπολέμηση και εξάλειψη των συμπτωμάτων και των συνεπειών δηγμάτων φιδιών ή αναφέρεται σ' αυτές
- Εφαρμόστηκε άμεσα η κατάλληλη αγωγή (αντιισταμινικά-κορτιζόνη) και αποφασίστηκε η διακομιδή του στο Γενικό Νοσοκομείο. (...) Έγινε νέα εκτίμηση της κατάστασης και δόθηκε η κατάλληλη θεραπεία (αντιοφικοί οροί, ινότροπα, κορτιζόνη κλπ). (*)