αξεχαρβάλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξεχαρβάλωτος < α- + ξεχαρβαλώνω + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kse.xaɾˈva.lo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξε‐χαρ‐βά‐λω‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αξεχαρβάλωτος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που δεν έχει ξεχαρβαλωθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ξεχαρβαλώνω και χάρβαλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξεχαρβάλωτος