αξόρκιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αξόρκιστος, -η, -ο
- που δεν έχει ξορκιστεί
- (ουσιαστικοποιημένο) (λαϊκότροπο) ο διάβολος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αξόρκιστος
|