απαντήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαντήσιμος < απαντησ- -ιμος, (νεολογισμός) του τέλους του 20ου αιώνα, (απόδοση όρου} (άμεσο δάνειο) αγγλική answerable → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.panˈdi.si.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ντή‐σι‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαντήσιμος, -η, -ο
- (σπάνιο) που είναι δυνατόν να απαντηθεί
- ※ Δίλημμα άδικο, σε μεγάλο βαθμό. Και πολύ δύσκολα απαντήσιμο σε μια προεκλογική περίοδο τόσο πολύ φορτισμένη. (*, 31/5/2019)
- ※ Το τρίτο ερώτημα (γιατί υπάρχει συνείδηση;) είναι το πιο εύκολα απαντήσιμο. (*, 21/11/2018)
- ※ Οι ερωτήσεις έπρεπε να μπορούν να απαντηθούν σχετικά σύντομα, να είναι εύκολα απαντήσιμες, όπως το αν έχουν ψυγείο στον ISS, πώς σταθεροποιούνται τα πράγματα σε ένα τραπέζι, πώς τρώνε, αλλά και πιο δύσκολες όπως τι εύχεται ένας αστροναύτης, ποια είναι η πιο δύσκολη διαδικασία που μπορεί να εκτελέσει, πότε ξεκίνησε να σκέφτεται να γίνει αστροναύτης. (*, 15/3/2017)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαντησιμότητα
- → δείτε τη λέξη απαντώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαντήσιμος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμος (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)