απαντλητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απαντλητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απάντληση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- Το καταδυτικό, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει ελεγχόμενη εισροή υδάτων που αντιμετωπίζεται με ίδια απαντλητικά μέσα, τελεί υπό απαγόρευση απόπλου. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαντλητικός
|