απαραλλήλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαραλλήλιστος < α- + παραλληλίζω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
απαραλλήλιστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να παραλληλιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- απαραλλήλιστα
- → δείτε τις λέξεις παραλληλίζω, παράλληλος και άλλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαραλλήλιστος
|