απολιθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολιθώνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπολιθόω / ἀπολιθῶ < ἀπό + λίθος (1,2: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pétrifier· 3. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fossiliser) [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

απολιθώνω, αόρ.: απολίθωσα, παθ.φωνή: απολιθώνομαι, π.αόρ.: απολιθώθηκα, μτχ.π.π.: απολιθωμένος

  1. (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάτι που είναι οργανικό σε ανόργανο και σκληρό, σαν πέτρα
  2. (μεταφορικά) αφήνω κάποιον αποσβολωμένο και άναυδο, σαν πέτρα
  3. (κατ’ επέκταση) (μεταφορικά) αφήνω κάτι στάσιμο, απαρχαιωμένο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]