απορροφητήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απορροφητήρας οι απορροφητήρες
      γενική του απορροφητήρα των απορροφητήρων
    αιτιατική τον απορροφητήρα τους απορροφητήρες
     κλητική απορροφητήρα απορροφητήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απορροφητήρας (2)

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απορροφητήρας < απορροφώ + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική absorber)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απορροφητήρας αρσενικό

  1. οποιαδήποτε συσκευή που απορροφά διάφορα σωματίδια ή ουσίες, π.χ. σκόνη, καπνό, υδρατμούς κ.λπ.
  2. (ειδικότερα) η ηλεκτρική συσκευή της κουζίνας, εντοιχισμένη ή κρεμαστή, που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση των οσμών και των υδρατμών κατά το μαγείρεμα

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]