αποτροπιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.tɾo.pi.aˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τρο‐πι‐α‐σμέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
αποτροπιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποτροπιάζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτροπιασμένος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αποτροπιασμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)