αποτροπιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποτροπιασμένος η αποτροπιασμένη το αποτροπιασμένο
      γενική του αποτροπιασμένου της αποτροπιασμένης του αποτροπιασμένου
    αιτιατική τον αποτροπιασμένο την αποτροπιασμένη το αποτροπιασμένο
     κλητική αποτροπιασμένε αποτροπιασμένη αποτροπιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποτροπιασμένοι οι αποτροπιασμένες τα αποτροπιασμένα
      γενική των αποτροπιασμένων των αποτροπιασμένων των αποτροπιασμένων
    αιτιατική τους αποτροπιασμένους τις αποτροπιασμένες τα αποτροπιασμένα
     κλητική αποτροπιασμένοι αποτροπιασμένες αποτροπιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.tɾo.pi.aˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐τρο‐πι‐α‐σμέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

αποτροπιασμένος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]