αποχιονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αποχιονιστικός, -ή, -ό
- που συμβάλλει στην απομάκρυνση του χιονιού
- Από την πρώτη στιγμή ολόκληρος ο αποχιονιστικός στόλος βρισκόταν στο εθνικό και επαρχιακό οδικό δίκτυο, προχωρώντας σε διαρκείς καθαρισμούς του οδοστρώματος και ρίψεις άλατος, προκειμένου να μείνει το οδόστρωμα ανοιχτό αλλά και για να αποφευχθούν φαινόμενα παγετού. Ο αποχιονισμός γινόταν σε ικανοποιητικό επίπεδο και οι δρόμοι διατηρούνταν ανοιχτοί, αν και απαιτούνταν η χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων για την ασφαλή κυκλοφορία των οχημάτων. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αποχιονισμός
- → δείτε τις λέξεις από και χιόνι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποχιονιστικός
|