αραχνώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραχνώδης < αρχαία ελληνική ἀραχνώδης / ἀραχνιώδης / ἀραχνοειδής < ἀράχνη
Επίθετο[επεξεργασία]
αραχνώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με ιστό αράχνης
- αραχνοΰφαντος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αράχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραχνώδης