αρμοστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁρμοστής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρμοστής οι αρμοστές
      γενική του αρμοστή των αρμοστών
    αιτιατική τον αρμοστή τους αρμοστές
     κλητική αρμοστή αρμοστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμοστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμοστής < ἁρμόζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμοστής αρσενικό

  1. (πολιτική) διπλωμάτης που αποστέλλεται από τη χώρα του, ή τον οργανισμό στον οποίο υπηρετεί, ως ανώτατος διοικητής εξαρτημένης ή υποτελούς περιοχής
  2. (πολιτική, ιστορία) Σπαρτιάτης που τοποθετούνταν ως ανώτατος διοικητής σε πόλεις υποτελείς των Σπαρτιατών
  3. (πολιτική, ιστορία) Ρωμαίος που τοποθετούνταν ως διοικητής σε επαρχίες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]