αρχαιόθεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çeˈo.θe.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ό‐θε‐μος
Επίθετο[επεξεργασία]
αρχαιόθεμος, -η, -ο
- που έχει θέμα που σχετίζεται με την αρχαιότητα
- → δείτε παράθεμα στο αυτοκτονικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιόθεμος
|