ασκιαγράφητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασκιαγράφητος
- που δεν σκιαγραφήθηκε, δεν απεικονίστηκε στις γενικές του γραμμές
- που δεν περιγράφηκε
- αφηγήθηκες τα γεγονότα με τη σωστή σειρά, όμως τα συναισθήματά σου έμειναν ασκιαγράφητα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκιαγράφητος
|