ασυνδικάλιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνδικάλιστος < α- στερητικό + συνδικαλισ- (συνδικαλίζω) + -τος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sin.ðiˈka.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συν‐δι‐κά‐λι‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνδικάλιστος, -η, -ο
- που δεν είναι οργανωμένος σε συνδικαλιστική οργάνωση
- ≈ συνώνυμα: όπως ανοργάνωτος
- ≠ αντώνυμα: συνδικαλισμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ασυνδικάλιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας