ασύνδετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύνδετος η ασύνδετη το ασύνδετο
      γενική του ασύνδετου της ασύνδετης του ασύνδετου
    αιτιατική τον ασύνδετο την ασύνδετη το ασύνδετο
     κλητική ασύνδετε ασύνδετη ασύνδετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύνδετοι οι ασύνδετες τα ασύνδετα
      γενική των ασύνδετων των ασύνδετων των ασύνδετων
    αιτιατική τους ασύνδετους τις ασύνδετες τα ασύνδετα
     κλητική ασύνδετοι ασύνδετες ασύνδετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασύνδετος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ασύνδετος, -η, -ο

  1. που δεν έχει συνδεθεί ή δεν μπορεί να συνδεθεί
  2. αυτοτελής, ανεξάρτητος
  3. ο χωρίς λογικό ειρμό
    μιλούσε με έναν τόσο ασύνδετο τρόπο που δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε

Μεταφράσεις[επεξεργασία]